ιμαοιδός — ἱμαοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά το ιμαίον* μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἱμαιο αοιδός (< ἱμαῖος + ἀοιδός), με απλολογία] … Dictionary of Greek
ἱμαοιδός — one who sings the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)